- βανδαλισμός
- οπράξη που αρμόζει σε Βανδάλους ή καταστροφή έργων τέχνης, που οφείλονται σε πολεμικές ενέργειες επιδρομέων αλλά και σε ιδεολογικό ή θρησκευτικό φανατισμό.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρουπρβλ. γαλλ. vandalisme < vandale (πρβλ. βάνδαλος) + (κατάλ.) -isme (πρβλ. -ισμός)].
Dictionary of Greek. 2013.